Mavrodafni
Πριν από, περίπου, 150 χρόνια ο Γερμανός Γουσταύος Κλάους (Gustav Clauss) εγκαταστάθηκε έξω από την Πάτρα, όπου αγόρασε κτήματα και οινοποίησε την πρώτη Μαυροδάφνη, ένα επιδόρπιο ενισχυμένο κρασί (στα πρότυπα του διάσημου ενισχυμένου κρασιού Port). Έμελλε να γίνει ένα από τα πλέον αναγνωρίσιμα προϊόντα του ελληνικού αμπελώνα.
Η Μαυροδάφνη, εκτός από τα εν δυνάμει εξαιρετικά γλυκά κρασιά, με τις γεωγραφικές ενδείξεις ΠΟΠ «Μαυροδάφνη Πατρών» και «Μαυροδάφνη Κεφαλληνίας», δίνει και ιδιαίτερα ξηρά κρασιά που χαίρουν ολοένα και μεγαλύτερης αποδοχής.
Η Πελοπόννησος και ιδιαίτερα το ΒΔ τμήμα της διαθέτει το μεγαλύτερο ποσοστό των αμπελώνων Μαυροδάφνης. Το σχεδόν μαύρο χρώμα, τα πυκνά αρώματα αποξηραμένου δαμάσκηνου και μαύρης σταφίδας, το υψηλό αλκοόλ και η μέτρια οξύτητα που χαρακτηρίζουν τα κρασιά της ποικιλίας, ταιριάζουν γάντι σε ένα κλασικό προφίλ γλυκών κρασιών. Κατόπιν όμως, έρχεται η ιδιαίτερα πικάντικη "πικράδα" και ένας γήινος (και συχνά ζωικός) χαρακτήρας που δίνει μια σύνθετη διάσταση στο τελείωμα των κρασιών από Μαυροδάφνη.
Τα τελευταία χρόνια, τα ενδιαφέροντα αυτά χαρακτηριστικά συναντώνται όλο και συχνότερα σε ξηρές οινοποιήσεις, με την απουσία των σακχάρων να ενισχύει ακόμα περισσότερο το παιχνίδι της γλυκιάς μύτης με την φρουτώδη και γήινη γεύση, καθιερώνοντας σιγά σιγά την Μαυροδάφνη ως ένα σπουδαίο ερυθρό κρασί.
Εξαιρετικά τέτοια παραδείγματα έρχονται από αμπελώνες της ορεινής Κορινθίας, της ορεινής Αιγιαλείας, της Ηλείας και της Κεφαλλονιάς. Συνήθως η Μαυροδάφνη απαντάται μόνη της στις ετικέτες, με κάποια λίγα χαρμάνια να προέρχονται από την Πελοπόννησο (με Μαύρο Καλαβρυτινό, Refosco, κ.α.) και ενώ αποτελεί ένα απολαυστικό κρασί για ποτήρι, μπορεί να συνοδεύσει με ευκολία, πλούσια φαγητά με βάση σιγομαγειρεμένο κρέας και λιπαρές σάλτσες.
Χ.Φ.
Α.Τ.
Η Μαυροδάφνη, εκτός από τα εν δυνάμει εξαιρετικά γλυκά κρασιά, με τις γεωγραφικές ενδείξεις ΠΟΠ «Μαυροδάφνη Πατρών» και «Μαυροδάφνη Κεφαλληνίας», δίνει και ιδιαίτερα ξηρά κρασιά που χαίρουν ολοένα και μεγαλύτερης αποδοχής.
Η Πελοπόννησος και ιδιαίτερα το ΒΔ τμήμα της διαθέτει το μεγαλύτερο ποσοστό των αμπελώνων Μαυροδάφνης. Το σχεδόν μαύρο χρώμα, τα πυκνά αρώματα αποξηραμένου δαμάσκηνου και μαύρης σταφίδας, το υψηλό αλκοόλ και η μέτρια οξύτητα που χαρακτηρίζουν τα κρασιά της ποικιλίας, ταιριάζουν γάντι σε ένα κλασικό προφίλ γλυκών κρασιών. Κατόπιν όμως, έρχεται η ιδιαίτερα πικάντικη "πικράδα" και ένας γήινος (και συχνά ζωικός) χαρακτήρας που δίνει μια σύνθετη διάσταση στο τελείωμα των κρασιών από Μαυροδάφνη.
Τα τελευταία χρόνια, τα ενδιαφέροντα αυτά χαρακτηριστικά συναντώνται όλο και συχνότερα σε ξηρές οινοποιήσεις, με την απουσία των σακχάρων να ενισχύει ακόμα περισσότερο το παιχνίδι της γλυκιάς μύτης με την φρουτώδη και γήινη γεύση, καθιερώνοντας σιγά σιγά την Μαυροδάφνη ως ένα σπουδαίο ερυθρό κρασί.
Εξαιρετικά τέτοια παραδείγματα έρχονται από αμπελώνες της ορεινής Κορινθίας, της ορεινής Αιγιαλείας, της Ηλείας και της Κεφαλλονιάς. Συνήθως η Μαυροδάφνη απαντάται μόνη της στις ετικέτες, με κάποια λίγα χαρμάνια να προέρχονται από την Πελοπόννησο (με Μαύρο Καλαβρυτινό, Refosco, κ.α.) και ενώ αποτελεί ένα απολαυστικό κρασί για ποτήρι, μπορεί να συνοδεύσει με ευκολία, πλούσια φαγητά με βάση σιγομαγειρεμένο κρέας και λιπαρές σάλτσες.
Χ.Φ.
Α.Τ.