Sangiovese (σαν-τζο-βέζε)
Αυτή η ερυθρή ποικιλία, το όνομα της οποίας, παραπέμπει στο "αίμα του Δία" (Sanguis Jovis), είναι η πιο πολυφυτεμένη στην πατρίδα της την Ιταλία και μια από τις πιο διάσημες παγκοσμίως.
Καλλιεργείται κυρίως στην περιοχή της Τοσκάνης στην κεντρική Ιταλία, συμμετέχοντας στα πολύ γνωστά κρασιά του Chianti. Από αυτά, τα Chianti Classico, που αποτελούν και τις σοβαρότερες εκδοχές της ονομασίας προέλευσης, οφείλουν να περιέχουν κατ' ελάχιστο 80% Sangiovese στην ποικιλιακή τους σύνθεση. Η ποικιλία συμμετέχει και σε άλλες ονομασίες προέλευσης, όπως οι επίσης διάσημες Brunello di Montalcino και Vino Nobile di Montepulciano.
Είναι ποικιλία με πολύ καλή προσαρμοστικότητα σε διαφορετικά κλίματα. Το φυτό μπορεί να προσφέρει μεγάλες στρεμματικές αποδόσεις και γι' αυτό στις περιπτώσεις που η ποιότητα παίζει σημαντικό ρόλο, η ποσότητα της παραγωγής πρέπει να ελέγχεται αυστηρά από τον αμπελουργό. Αν και γενικώς ανθεκτική ποικιλία, όταν καλλιεργείται σε περιοχές με υγρασία, ο κίνδυνος σήψης, είναι υπαρκτός.
Καλλιεργείται κυρίως στην περιοχή της Τοσκάνης στην κεντρική Ιταλία, συμμετέχοντας στα πολύ γνωστά κρασιά του Chianti. Από αυτά, τα Chianti Classico, που αποτελούν και τις σοβαρότερες εκδοχές της ονομασίας προέλευσης, οφείλουν να περιέχουν κατ' ελάχιστο 80% Sangiovese στην ποικιλιακή τους σύνθεση. Η ποικιλία συμμετέχει και σε άλλες ονομασίες προέλευσης, όπως οι επίσης διάσημες Brunello di Montalcino και Vino Nobile di Montepulciano.
Είναι ποικιλία με πολύ καλή προσαρμοστικότητα σε διαφορετικά κλίματα. Το φυτό μπορεί να προσφέρει μεγάλες στρεμματικές αποδόσεις και γι' αυτό στις περιπτώσεις που η ποιότητα παίζει σημαντικό ρόλο, η ποσότητα της παραγωγής πρέπει να ελέγχεται αυστηρά από τον αμπελουργό. Αν και γενικώς ανθεκτική ποικιλία, όταν καλλιεργείται σε περιοχές με υγρασία, ο κίνδυνος σήψης, είναι υπαρκτός.
Εκτός Ιταλίας, τη συναντάμε ιδιαίτερα στην Αργεντινή, αλλά και σε ΗΠΑ (κυρίως Καλιφόρνια), Αυστραλία και Χιλή. Φυσικά καλλιεργείται και σε πολλές χώρες της Ευρώπης, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, κυρίως στην Θεσσαλία, την Ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη. Όταν δεν τη συναντάμε μόνη, συνυπάρχει συνήθως με τις ιταλικές ποικιλίες Canaiolo και Colorino (στη περιοχή του Chianti), αλλά και τις διεθνείς Cabernet Sauvignon και Merlot (με πολύ διάσημα τα blend της περιοχής Bolgheri στα δυτικά παράλια της Τοσκάνης).
Δίνει κρασιά, επί το πλείστον ερυθρά, αλλά και κάποια ροζέ. Αγαπά το βαρέλι και μπορεί να παλαιώσει για χρόνια (σε ερυθρές εκδοχές). Το κρασί διαθέτει ένα ρουμπινί χρώμα, που ανάλογα με τον τόπο και τις συνθήκες καλλιέργειας, μπορεί να είναι λιγότερο ή περισσότερο βαθύ.
Τυπικά, έχει μέτριο σώμα, τονισμένη οξύτητα και μπορεί να δώσει αρκετές τανίνες. Χαρακτηριστικό είναι το άρωμα των κόκκινων φρούτων και κυρίως του κερασιού, αλλά συχνά και της φυτικότητας, ενώ σε κάποιες παλαιωμένες εκδοχές δεν είναι σπάνια τα αρώματα δέρματος και καφέ.
Τυπικά, έχει μέτριο σώμα, τονισμένη οξύτητα και μπορεί να δώσει αρκετές τανίνες. Χαρακτηριστικό είναι το άρωμα των κόκκινων φρούτων και κυρίως του κερασιού, αλλά συχνά και της φυτικότητας, ενώ σε κάποιες παλαιωμένες εκδοχές δεν είναι σπάνια τα αρώματα δέρματος και καφέ.
Ως προς τον συνδυασμό με φαγητό, θα μπορούσε να ταιριάξει ευχάριστα με ψητά κρέατα (κυρίως αρνί), αλλαντικά και λουκάνικα αλλά και σκληρά τυριά ή πιάτα με κόκκινες σάλτσες και λαχανικά μαγειρεμένα σε ελαιόλαδο.
Μ.Ψ.
Μ.Ψ.