Ρετσίνα... ένας ξεχωριστός Ελληνικός οίνος.
Όσο κι αν ακούγεται παράξενο για κάποιους, πρόκειται, ίσως ακόμη, για το ισχυρότερο «ελλ-οινικό» brand στο εξωτερικό (ας ελπίσουμε ότι έχει μπει η Σαντορίνη μπροστά και κάνουμε λάθος).
Η ρετσίνα, είναι ένα κρασί με ιστορία που ξεπερνά ενδεχομένως τα 4.000 χρόνια, βάσει πολλών αρχαιολογικών ευρημάτων και γραπτών αναφορών. Παράγεται με τη βοήθεια φυσικής ρητίνης πεύκου, η οποία της δίνει αυτόν τον ιδιαίτερο χαρακτήρα. Είναι σαφές ότι η παρουσία πευκοδασών στον ελλαδικό χώρο, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην ευρεία χρήση της ρητίνης για την οινοπαραγωγή. Διαχρονικά από την αρχαιότητα έως σήμερα, η ενσωμάτωσή της στους ελληνικούς οίνους, έγινε με διαφορετικούς τρόπους και για διαφορετικούς λόγους.
Φαίνεται ότι η πιο παλιά πρακτική, ήταν αυτή της σφράγισης των πήλινων αμφορέων που περιείχαν κρασί, ώστε να προστατεύονται από το οξυγόνο, ιδίως όταν τα κρασιά προορίζονταν για ταξίδια μεγάλης διάρκειας. Η ρητίνη, μόνωνε τα αγγεία αυτά, αποτρέποντας την επαφή του κρασιού με τον αέρα του περιβάλλοντος. Αργότερα, όταν παρατηρήθηκαν οι αντισηπτικές ιδιότητες της ρητίνης, ξεκίνησε η ενσωμάτωσή της στα κρασιά, προς αποφυγήν αλλοιώσεων από μικροοργανισμούς. Με τα χρόνια, καθώς τα πήλινα αγγεία, εγκαταλείφθηκαν για τη μεταφορά του κρασιού και άρχισαν να κατασκευάζονται βαρέλια, δοκιμάστηκε ως πρώτη ύλη και η ξυλεία από πεύκα.
Στη σύγχρονη Ελλάδα, ιδίως μετά τα μέσα του 20ου αιώνα που άρχισε να αναπτύσσεται στη χώρα μας ο μαζικός τουρισμός, η ρετσίνα συνδέθηκε άρρηκτα με το ελληνικό καλοκαίρι για τους τουρίστες που επισκέπτονταν τον τόπο και πέρασε στη συνείδησή τους ως κάποιου τύπου εθνικό προϊόν. Δυστυχώς όμως, η επιπολαιότητα με την οποία διαχειριστήκαμε αυτή την εν δυνάμει επιτυχία, είχε σαν αποτέλεσμα το κρασί να αποκτήσει τελικά κακή φήμη και να καταλήξει να πωλείται μαζικά, σε ταβέρνες αμφιβόλου ποιότητας. Φωτεινή εξαίρεση αποτέλεσαν ορισμένες ονομαστές ταβέρνες της εποχής, που έκαναν διαλογή στα κρασιά που προμηθεύονταν και τα παλαίωναν στο χώρο τους. Ο λόγος ήταν ότι η χρήση της ρητίνης, γινόταν σε πολλές περιπτώσεις με σκοπό να καλύψει ελαττώματα που υπήρχαν σε υποβαθμισμένα ποιοτικά κρασιά της αγοράς. Ακόμη και σε κάποιες προσπάθειες που έγιναν για εμφιαλωμένη ρετσίνα εκείνη την εποχή, παρά τα βελτιωμένα χαρακτηριστικά έναντι της χύμα εκδοχής της, ήταν εμφανής η έλλειψη ισορροπίας, καθώς είχε σαν βάση κρασιά υψηλόβαθμα, χωρίς οξύτητα.
Τα τελευταία χρόνια, το όνομα της ρετσίνας ξεκινά να αποκαθίσταται, χάρη στις προσπάθειες πολλών παραγωγών, που πλέον χρησιμοποιούν τη ρητίνη του πεύκου για να παράξουν κρασιά ποιοτικά, έχοντας ως βάση καλή πρώτη ύλη και προσεγμένες οινοποιήσεις.
Σε αυτή την προσπάθεια, συνέβαλε και το νομοθετικό πλαίσιο και είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι οι ρετσίνες που παράγονται σήμερα, οφείλουν να υπακούν σε συγκεκριμένες προδιαγραφές. Για τη ρητίνη που ενσωματώνεται στα γλεύκη κατά τη διάρκεια της αλκοολικής ζύμωσης και η οποία προέρχεται από τη χάραξη του κορμού του είδους "Pinus halepensis" (Χαλέπιος πεύκη), η προσθήκη θα πρέπει να κυμαίνεται μεταξύ 0,15% και 1% επί του όγκου του τελικού προϊόντος, του οποίου ο αλκοολικός βαθμός θα πρέπει να βρίσκεται στο εύρος 10-13,5%Vol.
Η ρετσίνα θεωρείται πλέον ένας οίνος με ονομασία κατά παράδοση. Επιπρόσθετα, κάποιες από τις ρετσίνες έχουν και το δικαίωμα αναγραφής της γεωγραφικής τους ένδειξης (ΠΓΕ), σε επίπεδο περιφερειακής ενότητας (Ρετσίνα Αττικής, Ρετσίνα Βοιωτίας, Ρετσίνα Εύβοιας) και σε επίπεδο περιοχής (Ρετσίνα Κορωπίου, Ρετσίνα Μαρκοπούλου, Ρετσίνα Μεγάρων, Ρετσίνα Μεσογείων, Ρετσίνα Παιανίας, Ρετσίνα Παλλήνης, Ρετσίνα Πικερμίου, Ρετσίνα Σπάτων, Ρετσίνα Θήβας, Ρετσίνα Χαλκίδας, Ρετσίνα Γιάλτρων, Ρετσίνα Καρύστου).
Για τις πιο πάνω ρετσίνες, οι ποικιλίες που χρησιμοποιούνται είναι το Σαββατιανό και ο Ροδίτης, αλλά υπάρχουν και αρκετές ρετσίνες, χωρίς ονομασία προέλευσης από Ασύρτικο, Μοσχάτο και άλλες ποικιλίες.
Οι ρετσίνες, οργανοληπτικά χαρακτηρίζονται από αρωματική ένταση. Άλλες φορές η αίσθηση της ρητίνης είναι πιο έντονη και άλλοτε πιο διακριτική. Πάντα ωστόσο, σε τέτοια κρασιά, γίνονται αισθητά βαλσαμικά αρώματα και "διαλύτες" (αίσθηση από βερνίκι), που συνυπάρχουν σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό με τα αρώματα της κάθε ποικιλίας.Στο στόμα, συνήθως είναι δροσιστικές, καθώς η ρητίνη τονίζει την αίσθηση της οξύτητας, ενώ ορισμένες φορές, μπορεί να υπάρχουν και κάποια ελαφρώς πικρά στοιχεία.
Εξαιτίας αυτού του έντονου χαρακτήρα της, η ρετσίνα μπορεί με ευκολία να συνοδεύσει πιάτα που επίσης χαρακτηρίζονται από κάποιου είδους ένταση. Για το λόγο αυτό αποτελεί ιδανικό συνδυασμό για θαλασσινά, αυγά ψαριών (ταραμά-αυγοτάραχο), και ψάρια. Μάλιστα, σε περιπτώσεις όπου κάποιο ψάρι, όπως ο μπακαλιάρος, έχει μία εξίσου έντονη άλλη συνοδεία, για παράδειγμα σκορδαλιά, η ρετσίνα αποτελεί μία εξαιρετική επιλογή.Άλλα πιάτα που θα ταίριαζαν ευχάριστα με τη ρετσίνα είναι τα ντολμαδάκια, τα ρεβύθια (ιδίως όταν η συνταγή διαθέτει και βότανα), κάποιες συνταγές με λευκά κρέατα και για όσους είναι έτοιμοι να τολμήσουν, ίσως τα αρνίσια παϊδάκια, να μπορούσαν να προσφέρουν συγκινήσεις που δύσκολα κάποιος θα φανταζόταν.
Πρέπει να αποδεχτείς τα cookies τρίτων μερών για να ενεργοποιήσεις τα σχόλια.